προβατάκι — το, Ν [πρόβατο] (ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής 3. στον πληθ. τα προβατάκια μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά… … Dictionary of Greek
βερβέλα — η και βερβέλι, το κοπριά από γιδοπρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vervella «προβατάκι»] … Dictionary of Greek
προβάτιον — τὸ, Α [πρόβατον] 1. μικρό πρόβατο, προβατάκι 2. ερίφιο, κατσικάκι … Dictionary of Greek
προβατύλλιον — τὸ, Μ (με υποκορ. σημ.) μικρό πρόβατο, προβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον)] … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
τριβηλιά — η, Ν κοπριά από αιγοπρόβατα, βερβελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης που συνδέεται πιθ. με τον ιταλ. τ. vervella «προβατάκι»] … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek