προβατάκι

προβατάκι
το
1. μικρό πρόβατο, αρνί.
2. μτφ., στον πληθ., προβατάκια, α. οι αφροί των μικρών κυμάτων: Η θάλασσα γέμισε προβατάκια. β. η ανάλογη νέφωση στον ουρανό: Γέμισε ο ουρανός προβατάκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προβατάκι — το, Ν [πρόβατο] (ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής 3. στον πληθ. τα προβατάκια μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά… …   Dictionary of Greek

  • βερβέλα — η και βερβέλι, το κοπριά από γιδοπρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vervella «προβατάκι»] …   Dictionary of Greek

  • προβάτιον — τὸ, Α [πρόβατον] 1. μικρό πρόβατο, προβατάκι 2. ερίφιο, κατσικάκι …   Dictionary of Greek

  • προβατύλλιον — τὸ, Μ (με υποκορ. σημ.) μικρό πρόβατο, προβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • τριβηλιά — η, Ν κοπριά από αιγοπρόβατα, βερβελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης που συνδέεται πιθ. με τον ιταλ. τ. vervella «προβατάκι»] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”